Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐνταῦθά που

См. также в других словарях:

  • ενταύθα — (AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα) επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος αρχ. μσν. σ αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί ο ιδεώδης κόσμος) αρχ. 1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • Γραικοί — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai)και έτσι τους ονομάζουν έως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι και αυτό προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»